- καυτήριο
- και καυτήρι, το (ΑΜ καυτήριον και μτγν. τ. καυστήριον) [καυτήρ]πυρακτωμένο εργαλείο με το οποίο γίνεται καυτηρίαση («τῶν υἱῶν βασανιζομένων τροχοῑς τε καὶ καυτηρίοις», ΠΔ)νεοελλ.1. ιατρ. στον πληθ. τα καυτήριαδραστικές χημικές ουσίες που τοποθετούνται σε διάφορα μέρη τού σώματος, επενεργούν καυστικώς και επιφέρουν χημικές αλλοιώσεις τών ιστών2. χημικό μέσο με το οποίο γίνεται ιατρική καυτηρίαση3. μτφ. μέσο σφοδρής επίκρισης, στηλίτευσης, στιγματισμούμσν.κάμινος, φούρνοςαρχ.το σημάδι που έχει γίνει με καυτηριασμό, το στίγμα («τό τε καυτήριον φυλάξαι καὶ τοὔνομα τῷ γένει τῶν ἵππων», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.